ζιζανιοσπόρος

ζιζανιοσπόρος
ζιζανιοσπόρος και ζιζανιόσπορος, -ον (Μ)
μτφ. αυτός που σπείρει ζιζάνια, έριδες, σκάνδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + σπόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Ιωάννη Βηλαρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”